Σάββατο 22 Μαΐου 2021

Σχέδιο νόμου για Τ.Α.: Η κυβερνησιμότητα βλάπτει σοβαρά την δημοκρατία


 

Με το άρθρο 15 του σχεδίου νόμου «Εκλογή Δημοτικών και Περιφερειακών Αρχών», ορίζεται επί λέξει ότι:

«1. Η εκλογή των δημάρχων, των δημοτικών συμβούλων, των συμβούλων δημοτικών κοινοτήτων και των προέδρων των δημοτικών κοινοτήτων γίνεται κατά συνδυασμούς. Υποψηφιότητες για τα αξιώματα του πρώτου εδαφίου εκτός συνδυασμών αποκλείονται. Κάθε συνδυασμός περιλαμβάνει, τον υποψήφιο δήμαρχο, τους υποψήφιους δημοτικούς συμβούλους, ανά εκλογική περιφέρεια, τους υποψήφιους συμβούλους δημοτικών κοινοτήτων και τους υποψήφιους προέδρους των δημοτικών κοινοτήτων, ανά δημοτική κοινότητα και τουλάχιστον σε ποσοστό ογδόντα τοις εκατό (80%) των δημοτικών κοινοτήτων.»

Περαιτέρω με το άρθρο 29 του αυτού σχεδίου ορίζονται τα εξής:

«Στις δημοτικές κοινότητες με πληθυσμό μεγαλύτερο ή ίσο των τριακοσίων ενός (301) κατοίκων, ο συνδυασμός του επιτυχόντος δημάρχου λαμβάνει τα τρία πέμπτα (3/5) του συνόλου των εδρών των συμβούλων σε κάθε δημοτική κοινότητα και οι επιλαχόντες συνδυασμοί λαμβάνουν τα δύο πέμπτα (2/5). Το κλάσμα που προκύπτει στρογγυλοποιείται στην πλησιέστερη ακέραια μονάδα. Αν κατά τον υπολογισμό των τριών πέμπτων (3/5) και των δύο πέμπτων (2/5) του συνόλου των εδρών προκύπτει κλάσμα μικρότερο του ημίσεος της μονάδας, δεν υπολογίζεται, ενώ αν προκύπτει κλάσμα μεγαλύτερο του ημίσεος, στρογγυλοποιείται στην επόμενη μονάδα.»

Σύμφωνα με την Ανάλυση των Συνεπειών Ρύθμισης επί του ως άνω σχεδίου νόμου και ειδικότερα επί του άρθρου 29 αυτού «….επαναφέρεται η πλειοψηφία του επιτυχόντος συνδυασμού στα συμβούλια των δημοτικών κοινοτήτων με πληθυσμό μεγαλύτερο των τριακοσίων (300) κατοίκων, για την ευθυγράμμιση της πλειοψηφίας της δημοτικής αρχής με τα μεγάλα σε πληθυσμό συμβούλια δημοτικών κοινοτήτων. Με τον τρόπο αυτόν, επιτυγχάνονται αγαστή συνεργασία του συμβουλίου της Δημοτικής Κοινότητας και της δημοτικής αρχής και η καταρχήν συμπόρευση στην επίλυση των προβλημάτων, που αντιμετωπίζουν»[1]

Η διάταξη του άρθρου 29 δεν ισχύει για τις δημοτικές κοινότητες με έως τριακόσιους (300) κατοίκους, στις οποίες σύμφωνα με το άρθρο 30 του αυτού σχεδίου νόμου, πρόεδρος της δημοτικής Κοινότητας εκλέγεται ο υποψήφιος ανεξαρτήτως συνδυασμού, ο οποίος έλαβε τους περισσότερους σταυρούς προτίμησης κατά την αρχική ψηφοφορία.

 

Οι αιτιολογίες, που περιέχονται στην Ανάλυσης των Συνεπειών Ρύθμισης, παραπέμπουν ευθέως στην ανάγκη της Κυβερνησιμότητας. Η Κυβερνησιμότητα ως νεολογισμός προέρχεται από τον αγγλικό όρο «gonernability» και ουσιαστικά είναι η ικανότητα της διαλειτουργικής ικανότητας (interoperability) των κυβερνητικών οργάνων και δομών να ανταλλάσσουν δεδομένα για την αποτελεσματική υλοποίηση της κυβερνητικής πολιτικής.  Συνιστά δηλαδή χαρακτηριστικό της κυβέρνησης και όχι της αυτοδιοίκησης, που είναι δομή εξουσίας, η οποία σύμφωνα με την συνταγματική τάξη, δεν διαθέτει εξουσία αυτοτελούς θέσπισης και εφαρμογής κανόνων δικαίου δια των οποίων αναδεικνύεται η ικανότητα εφαρμογής του κυβερνητικού έργου, δηλαδή η κυβερνησιμότητα. Τα αυτοδιοικητικά όργανα, δεν επιτελούν κυβερνητικό έργο , αλλά ασκούν διοίκηση και διαχείριση των τοπικών υποθέσεων λόγω του τεκμηρίου αρμοδιότητας, που επιτάσσει δομές και δράσεις για την διαμόρφωση, λήψη και εφαρμογή αποφάσεων, που απαιτεί η διοίκηση τοπικών θεμάτων και υποθέσεων[2] .

 

Πέρα όμως την προβληματική από πλευράς συνταγματικής τάξης εφαρμογή της Κυβερνησιμότητας, σοβαρό νομικό, επίσης συνταγματικό, ζήτημα γεννιέται, ακόμη και αν δεχθούμε ότι η αρχή αυτή μπορεί να εφαρμοσθεί απαρέγκλιτα και στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Ειδικότερα:

Ο θεσμός των κοινοτήτων εδράζεται στα όσα έχουν ορισθεί με την από 01.12.2009, συνθήκη της Λισσαβόνας. Με βάση της συνθήκη της Ε.Ε. αυτή, νέες, λιγότερες και ενισχυμένες δομές, µπορούν να εντάξουν καλύτερα στον τρόπο λειτουργίας τους τις βασικές αρχές της εγγύτητας, της διαφάνειας σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης (διαδικασία λήψης αποφάσεων, διοικητική και οικονομική διαφάνεια, εκλογικές διαδικασίες, συµµετοχή κοινωνίας των πολιτών, δηµόσια ηθική αιρετών και προσωπικού της αυτοδιοίκησης), της εξωστρέφειας, του σεβασµού των ανθρωπίνων δικαιωµάτων, της συµµετοχικής δηµοκρατίας αλλά και της εµβάθυνσης. Αυτή η τελευταία έννοια, τόσο βασική για την ουσιαστική ολοκλήρωση της ΕΕ, αποτελεί πρόκληση, καθώς για να επιτευχθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, χρειάζεται να ξεκινήσει ήδη από τα πρώτα επίπεδα διακυβέρνησης, δηλαδή την αυτοδιοίκηση.

 

Με βάση τους όρους της προαναφερόμενης συνθήκης, όπως αυτοί εξειδικεύθηκαν με τον  Ν. 3852/2010 («ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗΣ»)[3], Η Κοινότητα:

α) Δεν συναποτελείται από όργανα που εκδίδουν πράξεις δεσμευτικού χαρακτήρα ή κανονιστικές πράξεις, παρά μόνον πράξεις γνωμοδοτικού ή εισηγητικού χαρακτήρα. Οι εξαιρέσεις, που απορρέουν από τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα αυτόν. (Αν είχαν την νομική δυνατότητα να εκδίδουν τέτοιες πράξεις, αυτοδικαίως  θα κατατάσσονταν στην αυτοδιοικητική δομή ως πρόσθετος αυτοδιοικητικός βαθμός, πράγμα που αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 102 παρ.1 του Συντάγματος, όπου, ως προς την διοίκηση των τοπικών υποθέσεων, αναφέρεται η πρωτοβάθμια αυτοδιοίκηση, δηλαδή οι Δήμοι και η δευτεροβάθμια αυτοδιοίκηση, δηλαδή οι Περιφέρειες).

 

β) Αποτελεί θεσμό ενδοδημοτικής αποκέντρωσης, της οποίας τα όργανα, ως θεσμοί λαϊκής συμμετοχής μεταφέρουν προς τον Δήμο αιτήματα και προς τους πολίτες τις αποφάσεις των δημοτικών οργάνων, που αφορούν την τοπική κοινωνία, που εκπροσωπούν. Αυτή η ροή input αιτημάτων και output αποφάσεων συνιστά και την θεσμική αποστολή της Κοινότητας. Η λειτουργία των Κοινοτήτων αντιστοιχεί πλήρως στα όσα ορίζει το Ευρωπαϊκό κεκτημένο, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί με βάση την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Τοπικής Αυτονομίας και κυρίως το Πρόσθετο Πρωτόκολλο αυτής.

 

γ) Τα Κοινοτικά Όργανα αποτελούν θεσμούς πολιτικο-συμμετοχικούς, σε αντιδιαστολή με τα Δημοτικά Όργανα, που αποτελούν θεσμούς με πολιτικο-διοικητικό περιεχόμενο, πράγμα, που τα κατατάσσει (εντάσσει) στον προβλεπόμενο από το Σύνταγμα πρώτο αυτοδιοικητικό βαθμό.

 

Με βάση τα προαναφερόμενα καθίσταται προφανές ότι τόσο το άρθρο 29 του σχεδίου, όσο και η σχετική αιτιολογία αναγκαιότητας εφαρμογής  του, σύμφωνα με την οποία ουσιαστικά, η παραταξιακή πλειοψηφία του συμβουλίου της Κοινότητας, θα πρέπει να ταυτίζεται με αυτήν την πλειοψηφίας της Δημοτικής Αρχής προς επίτευξη της κοινής συμπόρευσης κατ΄επιταγήν και κατ΄εφαρμογήν  της αρχής της κυβερνησιμότητας, βασίζονται σε μία εσφαλμένη νομική προϋπόθεση: Ότι τα κοινοτικά και τα δημοτικά όργανα, αποτελούν ενιαίο αυτοδιοικητικό σύνολο, των οποίων οι αρμοδιότητες ορίζονται κατ΄αρχάς με βάση την εδαφική περιφέρεια διοικητικής τους αναφοράς. Όμως η λογική αυτή καθιστά τις Κοινότητες αυτοδιοικητικά όργανα, ιεραρχικά υφιστάμενα των δημοτικών, πράγμα που επάγεται την αναγνώρισή τους ως de facto αυτοδιοικητικά όργανα της κατώτερης αυτοδιοικητικής πυραμίδας. Τούτο όμως αντιβαίνει στην διάταξη του άρθρου 120 παρ.1 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία η διοίκηση των τοπικών υποθέσεων ανατίθεται μόνον στους Δήμους και στις Περιφέρειες και όχι και στις Κοινότητες.

 

Είναι συνεπώς προφανές ότι η επιβολή της αρχής της Κυβερνησιμότητας στην προκειμένη περίπτωση, συνιστά μία αντισυνταγματική και αντιδημοκρατική επιλογή, που καταλύει των ρόλο της Κοινότητας ως θεσμού συμμετοχής της κοινωνίας των πολιτών στα πλαίσια της πολιτικής αυτονομίας, όπως αυτή ορίζεται με την συνθήκη της Λισσαβόνας.

 

Για την ανάγκη επίτευξης της κυβερνησιμότητας αυτής, με τις διατάξεις του σχεδίου νόμου (άρθρα 15 και 29), με τις οποίες προβλέπεται η εκλογή των οργάνων με βάση, όχι το αποτέλεσμα της εκλογικής διαδικασίας σε επίπεδο της χωρικής αναφοράς της Κοινότητας, αλλά το αποτέλεσμα σε επίπεδο της χωρικής αναφοράς του Δήμου,  δημιουργούνται οι αντικειμενικές προϋποθέσεις  για την παράβαση της διάταξης του άρθρου 52 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία «H ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης, ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, τελεί υπό την εγγύηση όλων των λειτουργών της Πολιτείας, που έχουν υποχρέωση να τη διασφαλίζουν σε κάθε περίπτωση. Nόμος ορίζει τις ποινικές κυρώσεις κατά των παραβατών της διάταξης αυτής.» Περαιτέρω παραβλάπτονται τα δικαιώματα του εκλέγει και εκλέγεσθαι τα οποία, με βάση την Οικουμενική Διακήρυξη για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου[4], το Διεθνές Συμφώνου για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα[5], τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης[6] και το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα δικαιώματα του Ανθρώπου[7], θεωρούνται και ανθρώπινα.

 

Κοινότητα Ερυθρών του Δήμου Μάνδρας Ειδυλλίας-Αττικής  23.05.2021

Παναγιώτης Απ. Κουτσουλέλος

Πρόεδρος της Επιτροπής Διοικητικής Υποστήριξης της Κοινότητας Ερυθρών

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] Ανάλυση Συνεπειών Ρύθμισης, σελ. 86, 29.

[2] Μανόλης Καμπολάκης – Εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ» ηλεκτρονική έκδοση  28.09.2019.

[3] Αιτιολογική Έκθεση για τον Ν. 3852/2010

[4] Αρθρο 21 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου : «1. Καθένας έχει το δικαίωμα να συμμετέχει στη διακυβέρνηση της χώρας του, άμεσα ή έμμεσα, με αντιπροσώπους ελεύθερα εκλεγμένους. 2. Καθένας έχει το δικαίωμα να γίνεται δεκτός, υπό ίσους όρους, στις δημόσιες υπηρεσίες της χώρας του. 3. Η λαϊκή θέληση είναι το θεμέλιο της κρατικής εξουσίας. Η θέληση αυτή πρέπει να εκφράζεται με τίμιες εκλογές, οι οποίες πρέπει να διεξάγονται περιοδικά, με καθολική, ίση και μυστική ψηφοφορία, ή με αντίστοιχη διαδικασία που να εξασφαλίζει την ελευθερία της εκλογής.»

 

[5] Άρθρο  25 του Ν. Ν.2462/1997 «1. Κάθε πολίτης έχει το δικαίωμα και τη δυνατότητα χωρίς καμία διάκριση από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 2 και χωρίς υπέρμετρους περιορισμούς: α. να συμμετέχει στην άσκηση δημόσιας εξουσίας είτε άμεσα είτε δια μέσου ελεύθερα επιλεγμένων εκπροσώπων, β. να εκλεγεί και να εκλέγεται, κατά τη διάρκεια εκλογών περιοδικών, τίμιων, με καθολική, ίση και μυστική ψηφοφορία, που εξασφαλίζουν την ελεύθερη έκφραση της βούλησης των ψηφοφόρων, γ. να έχει πρόσβαση, υπό γενικούς όρους ισότητας, στα δημόσια αξιώματα της χώρας του.»

 

[6] Άρθρο 40 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Κάθε πολίτης της Ένωσης έχει το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές στο κράτος μέλος κατοικίας του, υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους του εν λόγω κράτους»

 

[7] Άρθρο 3 : «Τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουσι την υποχρέωσιν όπως διενεργώσι, κατά λογικά διαστήματα, ελευθέρας μυστικάς εκλογάς, υπό συνθήκας επιτρεπούσας την ελευθέραν έκφρασιν της λαϊκής θελήσεως ως προς την εκλογήν του νομοθετικού σώματος»

1 σχόλιο:

  1. Manikas Antonis
    Μπράβο! Όλα τα νομικά επιχειρήματα που δικαιώνουν την θέση του ''Δικτύου των Κοινοτήτων '' για την Ανεξάρτητη Κάλπη στις εκλογές Τοπικών Συμβουλίων και Πρόεδρων των Κοινοτήτων . Πιστεύω ότι μετά απο αυτήν την τεκμηρίωση και την εισήγηση του Βουλευτή Μάξιμου Χαρακόπουλου της ( Ν.Δ. ) που δήλωσε ότι το Κοινοβούλιο και ο Νομοθέτης πρέπει να εισακούσει τα αιτήματά , των Κοινοτήτων και ότι , ( επί λέξη ) '' ...Η λειτουργία της Αυτοδιοίκησης είναι καθοριστική για την λειτουργία της Δημοκρατίας ..και ότι .... '' η Αυτοδιοίκηση λειτουργεί κυρίως για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της καθημερινότητας των πολιτών ...και ότι ..'' Το πρώτο λόγο πρέπει να έχουν οι πολίτες σε κάθε χωριό ....'' ο Υπουργός θα κάνει δεκτό το αίτημα μας, για ανεξάρτητη κάλπη !

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ: 10 Ερωτήματα αναζητούν απαντήσεις

  Και ενώ βαίνουμε ολοταχώς προς τις δημοτικές εκλογές του Οκτωβρίου και οι υποψήφιοι δήμαρχοι με τις παρατάξεις, που έχουν συγκροτήσει έχου...