Αφορμή για το σημερινό μου σημείωμα, αποτέλεσαν πρόσφατες αναρτήσεις στο διαδίκτυο, δημοτικών συμβούλων, που πολιτικά ανήκουν στους χώρους της δημοτικής συμπολίτευσης και μείζονος αντιπολίτευσης αντίστοιχα, οι οποίες αναρτήσεις σχετίζονταν με την δράση τους ως προς την υποβολή αιτημάτων προς γνωστό εφοπλιστή και τακτικό δωρητή, για την κάλυψη δημοτικών αναγκών. Μάλιστα οι αναρτήσεις αυτές στη συνέχεια, εντάχθηκαν και στο πλαίσιο αντιπαράθεσης ως προς την αποτελεσματικότητα υποβολής και ικανοποίησης των αιτημάτων αυτών.
Πριν όμως παραθέσω την άποψή μου σχετικά με το θέμα, οφείλω να κάνω δύο επεξηγηματικές αναφορές και μία διευκρίνηση.
Κατ΄αρχάς όταν κάνω λόγο για δημοτικούς άρχοντες αναφέρομαι στους αιρετούς εκπροσώπους μας στα κέντρα λήψης αποφάσεων του Δήμου μας, στους οποίους, δια της ψήφου μας, τους έχουμε εμπιστευθεί την διαχείριση των τοπικών μας υποθέσεων. Περαιτέρω με τον επιθετικό προσδιορισμό παρακλητικοί, αναφέρομαι στον πληθυντικό της λέξης παρακλητικός, που σημαίνει αυτός, που απευθύνει προς τρίτον, ικετευτική κλήση για βοήθεια, εξυπηρέτηση ή χάρη.
Επίσης διευκρινίζω ότι το σημείωμά μου αυτό δεν παρατίθεται με σκοπό να στηλιτεύσει σε προσωπικό επίπεδο τους συγκεκριμένους αιρετούς (τους οποίους σημειωτέον εκτιμώ ως συνανθρώπους μου), που έθεσαν εαυτούς σε ηλεκτρονική αντιπαράθεση, αλλά τις απόψεις τις οποίες εκφράζουν και με τις οποίες είμαι ριζικά αντίθετος.
Αλλά ας έρθουμε στο προκείμενο. Είναι γνωστό και πολλάκις στο παρελθόν το έχω επισημάνει ότι το τερατούργημα, που κατ’ ευφημισμό αποκαλείται Δήμος Μάνδρας Ειδυλλίας, χαρακτηρίζεται από δομικής φύσεως διαχειριστική ανεπάρκεια. Ένα από τα πάμπολλα χαρακτηριστικά αυτής της πάγιας αυτής κατάστασης, είναι η οργανωτική και διοικητική του αδυναμία να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις των συμπολιτών μας για συνταγματικά κατοχυρωμένες κοινωνικές παροχές, δεδομένου ότι ο Δήμος Μάνδρας Ειδυλλίας δεν λειτουργεί προγραμματικά και συντεταγμένα για να διεκδικεί τους αναγκαίους και ικανούς πόρους από την κεντρική διοίκηση.
Η αδυναμία αυτή εντείνεται και από την γενικότερη πολιτική, που προωθούν οι κυβερνήσεις μας επιβάλλοντας δραστικές περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες, τις οποίες ενδεχομένως να τις θεωρούν και περιττές.
Οι δημοτικοί μας άρχοντες, λοιπόν, υπό τις προαναφερόμενες αντικειμενικές συνθήκες, προκειμένου να καλύψουν τις όποιες κοινωνικές ανάγκες των συμπολιτών μας, καταφεύγουν στην ελεημοσύνη.
Η καταφυγή αυτή συνοδεύεται, από αποστολή αιτημάτων – παρακλήσεων, προς εύπορους πολίτες, που είναι φορείς επιχειρηματικής δραστηριότητας με υψηλούς δείκτες κερδοφορίας και που τυχαίνει να διαθέτουν και πολιτικές διασυνδέσεις με την κεντρική διοίκηση. Για την ικανοποίηση των σχετικών αιτημάτων - παρακλήσεων, υπάρχει αναμφισβήτητα εύλογη προσδοκία από τους δημοτικούς άρχοντες, όχι μόνο λόγω της αποδεδειγμένης μεγαλοψυχίας του παρόχου-δωρητή, αλλά και λόγω των προβλεπόμενων φορολογικών εκπτώσεων, που αναμένεται να απολαύσει αυτός λόγω της παροχής.
Κατά τον τρόπο αυτόν, η απελθούσα δημοτική αρχή αξιοποίησε την προσφορά γνωστού επιχειρηματία για την ανάπλαση του δαπέδου του ανοικτού γηπέδου μπάσκετ στο Γυμνάσιο Ερυθρών, προβάλλοντας μάλιστα με ηχηρότατες τυμπανοκρουσίες τόσο έργο ως δημιουργική πρωτοβουλία, όσο και την προσφορά. Φυσικά η απελθούσα δημοτική αρχή, επιλεκτικά, και κατά την προβολή, του άνευ ουσιώδους κοινωνικής σημασίας συγκεκριμένου έργου, παρέβλεψε ότι το σύνολο του γυμνασιακού συγκροτήματος, τελούσε και τελεί, με δική της αποκλειστικά υπαιτιότητα σε κατάσταση δομικής κατάρρευσης και εκπαιδευτικής ερήμωσης.
Τον ίδιο όμως δρόμο φαίνεται να ακολουθεί και η νέα δημοτική αρχή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η σημερινή διοίκηση του Δημοτικού Οργανισμού Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Πολιτισμού (Δ.Ο.Κ.Α.Π.), η οποία με επιστολή της προς τον γνωστό επιχειρηματία – μόνιμο δωρητή του Δήμου μας, αιτείται από αυτόν την κάλυψη δαπανών για την αγορά εξοπλισμού επίπλων αναγκαίων για την λειτουργία των τεσσάρων (4) παιδικών-βρεφονηπιακών δημοτικών σταθμών. Βέβαια, ανεξάρτητα από την μη αμφισβητούμενη ανυπαρξία εξοπλισμού, εύλογη απορία δημιουργείται αν ο συγκεκριμένος δημοτικός οργανισμός βασίζει την λειτουργία των συγκεκριμένων κοινωνικών δομών στην δική του διαχειριστική ικανότητα και επάρκεια ή την εναποθέτει στην ατομική φιλευσπλαχνία τρίτων. Απορία επίσης δημιουργείται σχετικά με το αν ο συγκεκριμένος οργανισμός διέθετε ή όχι την διαχειριστική ευελιξία να αναμορφώσει τον προϋπολογισμό του προκειμένου να καλύψει τις συγκεκριμένες δαπάνες ή αν περιόρισε την ευελιξία του αυτή στην αναμόρφωση του αυτού προϋπολογισμού για να αποκτήσει, «επιτέλους» και η Κοινότητα της Μάνδρας το δικό της Χριστουγεννιάτικο Χωριό....
Στο σημείο αυτό, της προβολής της προαναφερόμενης πρωτοβουλίας, δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε η αντιπαράθεση, μεταξύ των δύο αιρετών, σχετικά με την ικανότητα διαχείρισης αιτημάτων-παρακλήσεων προς εύπορους συμπολίτες μας.
Όμως τόσο η αντιπαράθεση αυτή, όσο και κυρίως η επιλογή της διαδικασίας από τους αιρετούς αποστολής αιτημάτων – παρακλήσεων προς επιχειρηματικούς φορείς προς ικανοποίηση κάλυψης κοινωνικών αναγκών, μας αφήνουν, αν όχι εχθρικούς, τουλάχιστον παγερά αδιάφορους. Και αυτό γιατί:
α) Η μέριμνα τόσο για την οικογένεια και ειδικότερα για την φροντίδα των παιδιών, όσο και για την παιδεία, ανήκει αποκλειστικά στο κράτος (άρθρα 21 και 16 του Συντάγματος) και στους δημόσιους φορείς, όπως οι δήμοι, που τους αναθέτει τις σχετικές αρμοδιότητες. Τούτο σημαίνει, ότι αφενός τόσο το κράτος όσο και οι δήμοι έχουν τη δημόσια υποχρέωση να καλύπτουν τις οφειλόμενες δαπάνες για την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των δομών κοινωνικής φροντίδας και εκπαίδευσης και ότι αφετέρου ότι οι πολίτες έχουν κοινωνική αξίωση (δικαίωμα) να απαιτούν την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής. Κρατικοί φορείς και ειδικότερα δήμοι, που δεν εκπληρώνουν την υποχρέωσή τους αυτή, εναποθέτοντας την λειτουργία των κοινωνικών δομών στη όποια φιλευσπλαχνία τρίτων – πλουσίων, δεν εκπληρώνουν τα δημόσια καθήκοντα, που τους έχουν, κατά λαϊκή εντολή, ανατεθεί.
β) Σε συνάρτηση με τα προαναφερόμενα, ο πολίτης δια της φορολογίας συμμετέχει αναλογικά στην κάλυψη των δαπανών για την λειτουργία των κοινωνικών δομών αξιώνοντας εύλογα την ομαλή, πλήρη και αποτελεσματική τους δράση. Αν τούτο επαφίεται στην καλή διάθεση τρίτων-πλουσίων προς τι η καταβολή φόρων;
Πέρα όμως από την νομικο-πολιτική διάσταση της κριτικής για την μορφή ελεημοσύνης, που προπεριγράφω, υπάρχει και η αμιγώς πολιτική, που αποκαλύπτει τόσο τις πραγματικές αιτίες, που γενούν την επιλογή της ελεημοσύνης αυτής, όσο και τις συνεπαγόμενες συνέπειες.
Πρώτα απ΄όλα είναι η υποχρηματοδότηση των κοινωνικών δομών, ως αποτέλεσμα των περικοπών των δημοσίων δαπανών, προς εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους και προς αντιμετώπιση των «έκτακτων» δημοσιονομικών συνθηκών. Περικοπές, που σε τελική ανάλυση επωμίζονται με φοροεπιβαρύνσεις αποκλειστικά οι λαϊκές οικογένειες και όχι οι εύποροι επιχειρηματίες, οι οποίοι προς άκρατη μεγιστοποίηση των κερδών τους απολαμβάνουν φοροαπαλλαγές. Επιχειρηματίες, που δεν χάνουν ευκαιρία να «ξεπετάγονται», μόλις καλούνται από τους αιτούντες – παρακλητικούς, που θέλοντας να δείξουν το κοινωνικό προσωπείο της ελεημοσύνης, έρχονται να καλύψουν δευτερεύουσας σημασίας, τις περισσότερες φορές κοινωνικές ανάγκες, που έχουν δημιουργηθεί λόγω των προαναφερόμενων περικοπών, που ουσιαστικά λαμβάνουν χώρα υπερ αυτών (!!!). Είναι προφανές ότι τέτοιου είδους ελεημοσύνες, συμβάλλουν όχι στην επίλυση των όποιων κοινωνικών προβλημάτων, αλλά ουσιαστικά στην αναπαραγωγή τους, τροφοδοτώντας και εντείνοντας παράλληλα τις ανισότητες και γενικότερα την μιζέρια.
Περαιτέρω η ελεημοσύνη αυτή λειτουργεί «ευεργετικά» και για τους ίδιους τους αιτούντες-παρακλητικούς. Κατά την άποψή τους, η οποία είναι σε γενικές γραμμές βάσιμη, η ικανοποίηση αυτής της μορφής αιτημάτων ενισχύει τόσο την κοινωνική, όσο και την πολιτική τους θέση. Την μεν κοινωνική, διότι φέρονται να κινούνται σε ένα ταξικά υψηλό κοινωνικό επίπεδο δημοσίων σχέσεων, που τους προσδίδει κύρος, την δε πολιτική διότι φέρονται ως διαμεσολαβητές ικανοποίησης αναγκών, πράγμα που λειτουργεί «πλουσιοπάροχα» ως προς την υπερ αυτών «παραγωγή» ψήφων.
Τέλος η ελεημοσύνη αυτή, με τα προαναφερόμενα χαρακτηριστικά συμβάλλει στην αναπαραγωγή ενός μοντέλου τοπικής διοίκησης, που βασίζεται στην απαξίωση κάθε κοινωνικού αγώνα και συλλογικού κινήματος για βελτίωση των όρων της ζωής μας, στην περιθωριοποίηση του πολίτη και στον μετασχηματισμό του σε πελάτη, στην εξάλειψη κάθε δημιουργικής συλλογικής πρωτοβουλίας των πολιτών με την παράλληλη ανάδειξη του ατομοκεντρισμού καθώς επίσης και στην απουσία κάθε διεκδικητικής προγραμματικής πολιτικής του δήμου, ως κοινωνικού-πολιτικού φορέα έκφρασης της λαϊκής πλειοψηφίας. Εν ολίγοις η ελεημοσύνη αυτή συμβάλλει καθοριστικά στην διαμόρφωση και λειτουργία ενός βλαχοδημαρχιακού τοπικού πολιτικού συστήματος, εχθρικού προς κάθε κοινωνική πρόοδο και προκοπή.
Κοινότητα Ερυθρών 7η Δεκεμβρίου 2019
Παναγιώτης Απ. Κουτσουλέλος
Μέλος της Επιτροπής Διοικητικής Υποστήριξης του
Συμβουλίου Κοινότητας Ερυθρών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου