Σάββατο 22 Μαΐου 2021

Σχέδιο νόμου για Τ.Α.: Η κυβερνησιμότητα βλάπτει σοβαρά την δημοκρατία


 

Με το άρθρο 15 του σχεδίου νόμου «Εκλογή Δημοτικών και Περιφερειακών Αρχών», ορίζεται επί λέξει ότι:

«1. Η εκλογή των δημάρχων, των δημοτικών συμβούλων, των συμβούλων δημοτικών κοινοτήτων και των προέδρων των δημοτικών κοινοτήτων γίνεται κατά συνδυασμούς. Υποψηφιότητες για τα αξιώματα του πρώτου εδαφίου εκτός συνδυασμών αποκλείονται. Κάθε συνδυασμός περιλαμβάνει, τον υποψήφιο δήμαρχο, τους υποψήφιους δημοτικούς συμβούλους, ανά εκλογική περιφέρεια, τους υποψήφιους συμβούλους δημοτικών κοινοτήτων και τους υποψήφιους προέδρους των δημοτικών κοινοτήτων, ανά δημοτική κοινότητα και τουλάχιστον σε ποσοστό ογδόντα τοις εκατό (80%) των δημοτικών κοινοτήτων.»

Περαιτέρω με το άρθρο 29 του αυτού σχεδίου ορίζονται τα εξής:

«Στις δημοτικές κοινότητες με πληθυσμό μεγαλύτερο ή ίσο των τριακοσίων ενός (301) κατοίκων, ο συνδυασμός του επιτυχόντος δημάρχου λαμβάνει τα τρία πέμπτα (3/5) του συνόλου των εδρών των συμβούλων σε κάθε δημοτική κοινότητα και οι επιλαχόντες συνδυασμοί λαμβάνουν τα δύο πέμπτα (2/5). Το κλάσμα που προκύπτει στρογγυλοποιείται στην πλησιέστερη ακέραια μονάδα. Αν κατά τον υπολογισμό των τριών πέμπτων (3/5) και των δύο πέμπτων (2/5) του συνόλου των εδρών προκύπτει κλάσμα μικρότερο του ημίσεος της μονάδας, δεν υπολογίζεται, ενώ αν προκύπτει κλάσμα μεγαλύτερο του ημίσεος, στρογγυλοποιείται στην επόμενη μονάδα.»

Σύμφωνα με την Ανάλυση των Συνεπειών Ρύθμισης επί του ως άνω σχεδίου νόμου και ειδικότερα επί του άρθρου 29 αυτού «….επαναφέρεται η πλειοψηφία του επιτυχόντος συνδυασμού στα συμβούλια των δημοτικών κοινοτήτων με πληθυσμό μεγαλύτερο των τριακοσίων (300) κατοίκων, για την ευθυγράμμιση της πλειοψηφίας της δημοτικής αρχής με τα μεγάλα σε πληθυσμό συμβούλια δημοτικών κοινοτήτων. Με τον τρόπο αυτόν, επιτυγχάνονται αγαστή συνεργασία του συμβουλίου της Δημοτικής Κοινότητας και της δημοτικής αρχής και η καταρχήν συμπόρευση στην επίλυση των προβλημάτων, που αντιμετωπίζουν»[1]

Η διάταξη του άρθρου 29 δεν ισχύει για τις δημοτικές κοινότητες με έως τριακόσιους (300) κατοίκους, στις οποίες σύμφωνα με το άρθρο 30 του αυτού σχεδίου νόμου, πρόεδρος της δημοτικής Κοινότητας εκλέγεται ο υποψήφιος ανεξαρτήτως συνδυασμού, ο οποίος έλαβε τους περισσότερους σταυρούς προτίμησης κατά την αρχική ψηφοφορία.

 

Οι αιτιολογίες, που περιέχονται στην Ανάλυσης των Συνεπειών Ρύθμισης, παραπέμπουν ευθέως στην ανάγκη της Κυβερνησιμότητας. Η Κυβερνησιμότητα ως νεολογισμός προέρχεται από τον αγγλικό όρο «gonernability» και ουσιαστικά είναι η ικανότητα της διαλειτουργικής ικανότητας (interoperability) των κυβερνητικών οργάνων και δομών να ανταλλάσσουν δεδομένα για την αποτελεσματική υλοποίηση της κυβερνητικής πολιτικής.  Συνιστά δηλαδή χαρακτηριστικό της κυβέρνησης και όχι της αυτοδιοίκησης, που είναι δομή εξουσίας, η οποία σύμφωνα με την συνταγματική τάξη, δεν διαθέτει εξουσία αυτοτελούς θέσπισης και εφαρμογής κανόνων δικαίου δια των οποίων αναδεικνύεται η ικανότητα εφαρμογής του κυβερνητικού έργου, δηλαδή η κυβερνησιμότητα. Τα αυτοδιοικητικά όργανα, δεν επιτελούν κυβερνητικό έργο , αλλά ασκούν διοίκηση και διαχείριση των τοπικών υποθέσεων λόγω του τεκμηρίου αρμοδιότητας, που επιτάσσει δομές και δράσεις για την διαμόρφωση, λήψη και εφαρμογή αποφάσεων, που απαιτεί η διοίκηση τοπικών θεμάτων και υποθέσεων[2] .

 

Πέρα όμως την προβληματική από πλευράς συνταγματικής τάξης εφαρμογή της Κυβερνησιμότητας, σοβαρό νομικό, επίσης συνταγματικό, ζήτημα γεννιέται, ακόμη και αν δεχθούμε ότι η αρχή αυτή μπορεί να εφαρμοσθεί απαρέγκλιτα και στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Ειδικότερα:

Ο θεσμός των κοινοτήτων εδράζεται στα όσα έχουν ορισθεί με την από 01.12.2009, συνθήκη της Λισσαβόνας. Με βάση της συνθήκη της Ε.Ε. αυτή, νέες, λιγότερες και ενισχυμένες δομές, µπορούν να εντάξουν καλύτερα στον τρόπο λειτουργίας τους τις βασικές αρχές της εγγύτητας, της διαφάνειας σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης (διαδικασία λήψης αποφάσεων, διοικητική και οικονομική διαφάνεια, εκλογικές διαδικασίες, συµµετοχή κοινωνίας των πολιτών, δηµόσια ηθική αιρετών και προσωπικού της αυτοδιοίκησης), της εξωστρέφειας, του σεβασµού των ανθρωπίνων δικαιωµάτων, της συµµετοχικής δηµοκρατίας αλλά και της εµβάθυνσης. Αυτή η τελευταία έννοια, τόσο βασική για την ουσιαστική ολοκλήρωση της ΕΕ, αποτελεί πρόκληση, καθώς για να επιτευχθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, χρειάζεται να ξεκινήσει ήδη από τα πρώτα επίπεδα διακυβέρνησης, δηλαδή την αυτοδιοίκηση.

 

Με βάση τους όρους της προαναφερόμενης συνθήκης, όπως αυτοί εξειδικεύθηκαν με τον  Ν. 3852/2010 («ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗΣ»)[3], Η Κοινότητα:

α) Δεν συναποτελείται από όργανα που εκδίδουν πράξεις δεσμευτικού χαρακτήρα ή κανονιστικές πράξεις, παρά μόνον πράξεις γνωμοδοτικού ή εισηγητικού χαρακτήρα. Οι εξαιρέσεις, που απορρέουν από τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα αυτόν. (Αν είχαν την νομική δυνατότητα να εκδίδουν τέτοιες πράξεις, αυτοδικαίως  θα κατατάσσονταν στην αυτοδιοικητική δομή ως πρόσθετος αυτοδιοικητικός βαθμός, πράγμα που αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 102 παρ.1 του Συντάγματος, όπου, ως προς την διοίκηση των τοπικών υποθέσεων, αναφέρεται η πρωτοβάθμια αυτοδιοίκηση, δηλαδή οι Δήμοι και η δευτεροβάθμια αυτοδιοίκηση, δηλαδή οι Περιφέρειες).

 

β) Αποτελεί θεσμό ενδοδημοτικής αποκέντρωσης, της οποίας τα όργανα, ως θεσμοί λαϊκής συμμετοχής μεταφέρουν προς τον Δήμο αιτήματα και προς τους πολίτες τις αποφάσεις των δημοτικών οργάνων, που αφορούν την τοπική κοινωνία, που εκπροσωπούν. Αυτή η ροή input αιτημάτων και output αποφάσεων συνιστά και την θεσμική αποστολή της Κοινότητας. Η λειτουργία των Κοινοτήτων αντιστοιχεί πλήρως στα όσα ορίζει το Ευρωπαϊκό κεκτημένο, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί με βάση την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Τοπικής Αυτονομίας και κυρίως το Πρόσθετο Πρωτόκολλο αυτής.

 

γ) Τα Κοινοτικά Όργανα αποτελούν θεσμούς πολιτικο-συμμετοχικούς, σε αντιδιαστολή με τα Δημοτικά Όργανα, που αποτελούν θεσμούς με πολιτικο-διοικητικό περιεχόμενο, πράγμα, που τα κατατάσσει (εντάσσει) στον προβλεπόμενο από το Σύνταγμα πρώτο αυτοδιοικητικό βαθμό.

 

Με βάση τα προαναφερόμενα καθίσταται προφανές ότι τόσο το άρθρο 29 του σχεδίου, όσο και η σχετική αιτιολογία αναγκαιότητας εφαρμογής  του, σύμφωνα με την οποία ουσιαστικά, η παραταξιακή πλειοψηφία του συμβουλίου της Κοινότητας, θα πρέπει να ταυτίζεται με αυτήν την πλειοψηφίας της Δημοτικής Αρχής προς επίτευξη της κοινής συμπόρευσης κατ΄επιταγήν και κατ΄εφαρμογήν  της αρχής της κυβερνησιμότητας, βασίζονται σε μία εσφαλμένη νομική προϋπόθεση: Ότι τα κοινοτικά και τα δημοτικά όργανα, αποτελούν ενιαίο αυτοδιοικητικό σύνολο, των οποίων οι αρμοδιότητες ορίζονται κατ΄αρχάς με βάση την εδαφική περιφέρεια διοικητικής τους αναφοράς. Όμως η λογική αυτή καθιστά τις Κοινότητες αυτοδιοικητικά όργανα, ιεραρχικά υφιστάμενα των δημοτικών, πράγμα που επάγεται την αναγνώρισή τους ως de facto αυτοδιοικητικά όργανα της κατώτερης αυτοδιοικητικής πυραμίδας. Τούτο όμως αντιβαίνει στην διάταξη του άρθρου 120 παρ.1 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία η διοίκηση των τοπικών υποθέσεων ανατίθεται μόνον στους Δήμους και στις Περιφέρειες και όχι και στις Κοινότητες.

 

Είναι συνεπώς προφανές ότι η επιβολή της αρχής της Κυβερνησιμότητας στην προκειμένη περίπτωση, συνιστά μία αντισυνταγματική και αντιδημοκρατική επιλογή, που καταλύει των ρόλο της Κοινότητας ως θεσμού συμμετοχής της κοινωνίας των πολιτών στα πλαίσια της πολιτικής αυτονομίας, όπως αυτή ορίζεται με την συνθήκη της Λισσαβόνας.

 

Για την ανάγκη επίτευξης της κυβερνησιμότητας αυτής, με τις διατάξεις του σχεδίου νόμου (άρθρα 15 και 29), με τις οποίες προβλέπεται η εκλογή των οργάνων με βάση, όχι το αποτέλεσμα της εκλογικής διαδικασίας σε επίπεδο της χωρικής αναφοράς της Κοινότητας, αλλά το αποτέλεσμα σε επίπεδο της χωρικής αναφοράς του Δήμου,  δημιουργούνται οι αντικειμενικές προϋποθέσεις  για την παράβαση της διάταξης του άρθρου 52 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία «H ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης, ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, τελεί υπό την εγγύηση όλων των λειτουργών της Πολιτείας, που έχουν υποχρέωση να τη διασφαλίζουν σε κάθε περίπτωση. Nόμος ορίζει τις ποινικές κυρώσεις κατά των παραβατών της διάταξης αυτής.» Περαιτέρω παραβλάπτονται τα δικαιώματα του εκλέγει και εκλέγεσθαι τα οποία, με βάση την Οικουμενική Διακήρυξη για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου[4], το Διεθνές Συμφώνου για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα[5], τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης[6] και το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα δικαιώματα του Ανθρώπου[7], θεωρούνται και ανθρώπινα.

 

Κοινότητα Ερυθρών του Δήμου Μάνδρας Ειδυλλίας-Αττικής  23.05.2021

Παναγιώτης Απ. Κουτσουλέλος

Πρόεδρος της Επιτροπής Διοικητικής Υποστήριξης της Κοινότητας Ερυθρών

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] Ανάλυση Συνεπειών Ρύθμισης, σελ. 86, 29.

[2] Μανόλης Καμπολάκης – Εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ» ηλεκτρονική έκδοση  28.09.2019.

[3] Αιτιολογική Έκθεση για τον Ν. 3852/2010

[4] Αρθρο 21 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου : «1. Καθένας έχει το δικαίωμα να συμμετέχει στη διακυβέρνηση της χώρας του, άμεσα ή έμμεσα, με αντιπροσώπους ελεύθερα εκλεγμένους. 2. Καθένας έχει το δικαίωμα να γίνεται δεκτός, υπό ίσους όρους, στις δημόσιες υπηρεσίες της χώρας του. 3. Η λαϊκή θέληση είναι το θεμέλιο της κρατικής εξουσίας. Η θέληση αυτή πρέπει να εκφράζεται με τίμιες εκλογές, οι οποίες πρέπει να διεξάγονται περιοδικά, με καθολική, ίση και μυστική ψηφοφορία, ή με αντίστοιχη διαδικασία που να εξασφαλίζει την ελευθερία της εκλογής.»

 

[5] Άρθρο  25 του Ν. Ν.2462/1997 «1. Κάθε πολίτης έχει το δικαίωμα και τη δυνατότητα χωρίς καμία διάκριση από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 2 και χωρίς υπέρμετρους περιορισμούς: α. να συμμετέχει στην άσκηση δημόσιας εξουσίας είτε άμεσα είτε δια μέσου ελεύθερα επιλεγμένων εκπροσώπων, β. να εκλεγεί και να εκλέγεται, κατά τη διάρκεια εκλογών περιοδικών, τίμιων, με καθολική, ίση και μυστική ψηφοφορία, που εξασφαλίζουν την ελεύθερη έκφραση της βούλησης των ψηφοφόρων, γ. να έχει πρόσβαση, υπό γενικούς όρους ισότητας, στα δημόσια αξιώματα της χώρας του.»

 

[6] Άρθρο 40 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Κάθε πολίτης της Ένωσης έχει το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές στο κράτος μέλος κατοικίας του, υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους του εν λόγω κράτους»

 

[7] Άρθρο 3 : «Τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουσι την υποχρέωσιν όπως διενεργώσι, κατά λογικά διαστήματα, ελευθέρας μυστικάς εκλογάς, υπό συνθήκας επιτρεπούσας την ελευθέραν έκφρασιν της λαϊκής θελήσεως ως προς την εκλογήν του νομοθετικού σώματος»

Κυριακή 16 Μαΐου 2021

Η νόμιμη αρμοδιότητα των Κοινοτήτων ως προς τις αναφορές και αιτήσεις πολιτών


 

Με την διάταξη του άρθρου 10 παρ.1 του Συντάγματος ορίζεται ότι :  «Kαθένας ή πολλοί μαζί έχουν το δικαίωμα, τηρώντας τους νόμους του Kράτους, να αναφέρονται εγγράφως στις αρχές, οι οποίες είναι υποχρεωμένες να ενεργούν σύντομα κατά τις κείμενες διατάξεις και να απαντούν αιτιολογημένα σε εκείνον, που υπέβαλε την αναφορά, σύμφωνα με το νόμο.» Με την διάταξη αυτή κατοχυρώνεται το ατομικό δικαίωμα του «αναφέρεσθαι» , το οποίο αποτελεί σημαντική δημοκρατική κατάκτηση και αποσκοπεί στη συμβολή των πολιτών προς αποκατάσταση της νομιμότητας, στα πλαίσια της προάσπισης ατομικών ή συλλογικών συμφερόντων. Η σχετική υποχρέωση, που επιβάλει η συνταγματική αυτή διάταξη, στις αρχές, κατά την άσκηση του δικαιώματος αυτού, συνίσταται κυρίως στην διενέργεια νόμιμων πράξεων για την αποκατάσταση της νομιμότητας σε περίπτωση αποδοχής του αιτήματος και στην αιτιολογημένη εξήγηση των λόγων για την μη διενέργεια πράξεων σε περίπτωση μη αποδοχής του αιτήματος.

 

Με δεδομένο ότι, στην έννοια «αρχές», που αναφέρεται στην ως άνω συνταγματική διάταξη, συγκαταλέγονται και τα αυτοδιοικητικά όργανα, εύλογα προκαλείται κατ΄αρχάς το εξής ερώτημα: Ποιο αυτοδιοικητικό όργανο είναι πρωταρχικά αρμόδιο να δέχεται αιτήματα και αναφορές  των πολιτών κατά την ατομική ή συλλογική άσκηση του δικαιώματος το «αναφέρεσθαι»;

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, θα πρέπει να αναζητηθεί τόσο στις αρχές της θεσμικής λειτουργίας των αυτοδιοικητικών οργάνων, όσο και στις επί μέρους νομοθετικές διατάξεις, που ρυθμίζουν ειδικότερα τις αρμοδιότητες των οργάνων αυτών.

 

Με, την διάταξη του άρθρου 4 παρ.3  του Ν.1850/1989 με τον οποίο κυρώθηκε ο Ευρωπαϊκός Χάρτης Τοπικής Αυτονομίας, ορίζεται ότι : « Η άσκηση των δημοσίων αρμοδιοτήτων πρέπει, κατά τρόπο γενικό, να ανήκει κατά προτίμηση στις αρχές τις πιο πλησιέστερες στους πολίτες. Για την ανάθεση μιας αρμοδιότητας σε άλλη αρχή πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ευρύτητα και η φύση του έργου και οι απαιτήσεις». Με την διάταξη αυτή θεσμοθετήθηκε η αρχή της εγγύτητας, με την οποία κατοχυρώνεται η αρμοδιότητα των αυτοδιοικητικών οργάνων, ως άμεσα πλησιέστερων (εγγύτερων) και προσβάσιμων αρχών για να επιληφθούν επί εν γένει ζητημάτων, που αναφύονται εντός της εδαφικής τους επικράτειας, σε συνδυασμό με το κριτήριο της άμεσης δημοκρατικής νομιμοποίησής τους από τους πολίτες της επικράτειας αυτής. Τούτο πρακτικά στην προκειμένη περίπτωση σημαίνει ότι οι πολίτες, έχουν το ως άνω συνταγματικό δικαίωμα να υποβάλλουν προς τα αυτοδιοικητικά όργανα ατομικές ή συλλογικές αναφορές, που σχετίζονται με κάθε είδους τοπική υπόθεση. Στις τοπικές δε υποθέσεις, περιλαμβάνονται και θέματα, που σχετίζονται με την καθημερινότητα των πολιτών (όπως λ.χ. καθαριότητα, φωτισμός, κατάσταση οδικού δικτύου, ύδρευση, ασφάλεια εγκαταστάσεων κ.λ.π.).

 

Με τις διατάξεις των άρθρων 82 και 83 του Ν.3852/2010, ο νομοθέτης ανέθεσε, αντίστοιχα, στον Πρόεδρο για τις Κοινότητες με πληθυσμό έως 300 κατοίκους και στο Συμβούλιο για τις Κοινότητες με περισσότερους από 300 κατοίκους την μέριμνα για σωρεία ζητημάτων, που σχετίζονται με την καθημερινότητα του πολίτη. Έτσι, ανέθεσε στα Κοινοτικά Όργανα αυτά την μέριμνα για την καλή κατάσταση του δικτύου εσωτερικής και αγροτικής οδοποιίας της Κοινότητας, για την καθαριότητα των κοινόχρηστων χώρων,  για την άμεση αποκατάσταση των ζημιών επείγοντος χαρακτήρα στα δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης, για  την αποκατάσταση ζημιών και την καλή λειτουργία του δικτύου δημοτικού φωτισμού, για  την καλή κατάσταση και την ασφάλεια των εγκαταστάσεων των παιδικών χαρών, για την εύρυθμη λειτουργία, τη συντήρηση και την ευταξία του κοιμητηρίου της κοινότητας, για την συμβολή στην αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών  καθώς επίσης και για την εν γένει προστασία της δημοτικής περιουσίας. Η μέριμνα αυτή ως νόμιμη υποχρέωση των Κοινοτικών Οργάνων, εμπεριέχει και το στοιχείο της συνεργασίας με τις αρμόδιες δημοτικές αρχές και υπηρεσίες.

 

Με βάση τα όσα προαναφέρονται η αρμοδιότητα μέριμνας των Κοινοτικών Οργάνων επί ζητημάτων, που σχετίζονται με την καθημερινότητα του πολίτη – κατοίκου της εδαφικής επικράτειας της Κοινότητας, καθιστά τα όργανα αυτά, κατ΄εφαρμογή της αρχής της εγγύτητας, ως «αρχές» πλησιέστερες για τους πολίτες, που είτε ατομικά, είτε συλλογικά δικαιούνται να αναφέρονται, με αιτήσεις ή υπομνήματα επί θεμάτων, που αφορούν την καθημερινή τους διαβίωση.

 

Ποια είναι όμως η περαιτέρω υποχρέωση των Κοινοτικών Οργάνων για την περαίωση της αναφοράς των πολιτών, που θα υποβάλουν ενώπιον αυτών, προκειμένου να ικανοποιηθεί το σχετικό, συνταγματικά κατοχυρωμένο, ατομικό δικαίωμα του αναφέρεσθαι; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορεί να αναζητηθεί στην διάταξη του άρθρου 81 περ.β του Ν.3852/2010, σύμφωνα με την οποία ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Κοινότητας «Μεταφέρει και παρουσιάζει στον δήμαρχο και στα άλλα αρμόδια όργανα του δήμου τα προβλήματα της κοινότητας, συνεργάζεται με τον δήμαρχο, τους αντιδημάρχους και τις αρμόδιες δημοτικές υπηρεσίες, προκειμένου να προετοιμάσει κάθε θέμα που θα συζητηθεί στο συμβούλιο της κοινότητας, παρακολουθεί την προώθηση από το δήμο των θεμάτων που αναφέρονται στις αποφάσεις του συμβουλίου που έχουν σταλεί σε αυτόν». Εν ολίγοις ο Πρόεδρος έχει στην προκειμένη περίπτωση την νόμιμη υποχρέωση, μετά την λήψη της αναφοράς, να απευθυνθεί στα αρμόδια αυτοδιοικητικά όργανα για την νόμιμη περαίωση της, η οποία μπορεί να συνίσταται είτε στην διενέργεια των ικανών και αναγκαίων πράξεων για την αποκατάσταση της νομιμότητας σε περίπτωση αποδοχής της αναφοράς, είτε στην παροχή αιτιολογημένης άρνησης για την  μη διενέργεια των πράξεων αυτών, σε περίπτωση μη αποδοχής της αναφοράς αυτής.

 

Συμπερασματικά οι, για καθημερινά ζητήματα, αναφορές των πολιτών, που  κατοικούν σε μία συγκεκριμένη κοινοτική επικράτεια, πρέπει να υποβάλλονται στις πλησίεστερες προς αυτές αρμόδιες αρχές, οι οποίες στην προκειμένη περίπτωση είναι τα Κοινοτικά Όργανα (Πρόεδρος και Συμβούλιο), τα οποία περαιτέρω υποχρεώνονται να επιλαμβάνονται για την διοικητική τους περαίωσή.

 

Κοινότητα Ερυθρών 16η Μαΐου 2021

Παναγιώτης Απ. Κουτσουλέλος

Πρόεδρος της Επιτροπής Διοικητικής Υποστήριξης της Κοινότητας Ερυθρών

 

 

Δευτέρα 10 Μαΐου 2021

Ο προληπτικός έλεγχος της (αντι)συνταγματικότητας του νομοσχεδίου για την Αυτοδιοίκηση


 

Η ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ

Έχει βάσιμα υποστηριχθεί ότι στο, από το Υπουργείο Εσωτερικών, προωθούμενο  προς συζήτηση και ψήφιση από το Ελληνικό Κοινοβούλιο,  σχέδιο νόμου με τον τίτλο «Εκλογή Δημοτικών και Περιφερειακών Αρχών» εμπεριέχονται ρυθμίσεις, που αντίκεινται σε συνταγματικές διατάξεις. Ενδεικτικά αναφέρουμε:

α) Την διάταξη του άρθρου 2 παρ.4 του σχεδίου, σύμφωνα με την οποία δεν εκλέγονται, πλην ορισμένων εξαιρέσεων, Συμβούλια Κοινοτήτων, στους Δήμους της Περιφέρειας-Αττικής, η οποία αντίκειται στην διάταξη του άρθρο 25 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (Ν.2462/1997) και ως εκ τούτου στις  διατάξεις των άρθρων 4 παρ.1 και 2, σύμφωνα με τις οποίες : 1. «Oι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. 2. Oι Έλληνες και οι Eλληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις»  και 28 παρ.1 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία: «Oι γενικά παραδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις, από την επικύρωσή τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ σύμφωνα με τους όρους καθεμιάς, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου. H εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συμβάσεων στους αλλοδαπούς τελεί πάντοτε υπό τον όρο της αμοιβαιότητας.»

β) Τις διατάξεις των άρθρων 13 και 28 του σχεδίου νόμου σχετικά με την εκλογική ανάδειξη των Συμβουλίων των Κοινοτήτων και του Πρόεδρου σε Κοινότητες με πληθυσμό έως και τριακοσίους (300) κατοίκους αντιστοίχως, οι οποίες αντίκεινται στην διάταξη του άρθρου 52 του Συντάγματος σύμφωνα με την οποία «H ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης, ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, τελεί υπό την εγγύηση όλων των λειτουργών της Πολιτείας, που έχουν υποχρέωση να τη διασφαλίζουν σε κάθε περίπτωση. Nόμος ορίζει τις ποινικές κυρώσεις κατά των παραβατών της διάταξης αυτής.»

 

Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ.

Το Σύνταγμα της Ελλάδας είναι ένα γραπτό και αυστηρό Σύνταγμα (τυπικό Σύνταγμα). Είναι ένα ενιαίο γραπτό κείμενο, αποτελούμενο από 120 άρθρα (γραπτό), το οποίο δεν μπορεί να αναθεωρηθεί, δηλαδή, να τροποποιηθεί, παρά μόνο με τη διαδικασία που το ίδιο προβλέπει στο άρθρο 110 του κειμένου του (αυστηρό). Η αυστηρότητα του Συντάγματος και η διάκρισή του από τους κοινούς νόμους, αλλά και ο θεμελιακός του χαρακτήρας, αφού όλες οι εξουσίες ασκούνται όπως το ίδιο ορίζει (άρθρο 1 παρ.3), προσδίδουν σ’ αυτό τον χαρακτήρα του θεμελιώδους νόμου, προς τον οποίο δεν μπορεί να αντίκειται κανένας άλλος εθνικός κανόνας δικαίου. H διαφορά τυπικής ισχύος, δηλαδή, της μεγαλύτερης κανονιστικής δύναμης του Συντάγματος έναντι των νόμων, γεννά το ζήτημα ποιος δικαιούται να ελέγχει τη συνταγματικότητα των νόμων, δηλαδή αν ένας νόμος συγκρούεται κατά περιεχόμενο με το περιεχόμενο του Συντάγματος ή ψηφίστηκε κατά παράβαση της διαδικασίας που το ίδιο προβλέπει[1].

 

Ο έλεγχος της αντισυνταγματικότητας των νόμων, λαμβάνει χώρα τόσο προληπτικά, δηλαδή πριν από την ψήφιση του σχετικού σχεδίου, όσο και κατασταλτικά, δηλαδή μετά την ψήφιση του σχετικού σχεδίου και την θέση του σε ισχύ ως νόμου.

 

Ο ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΩΣ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ.

Στην παρούσα φάση και με δεδομένο ότι το προαναφερόμενο νομοσχέδιο δεν έχει ψηφισθεί από την Βουλή και ως εκ τούτου δεν έχει καταστεί νόμος, συντρέχει περίπτωση άσκησης προληπτικού ελέγχου της αντισυνταγματικότητας των διατάξεών του.

Με το άρθρο 100 του Κανονισμού της Βουλής, όπως ισχύει μετά την γενόμενη τροποποίησή του, με την από 22.06.2017, απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής (Φ.Ε.Κ. 92Α’/26.06.2017)  ορίζονται επί λέξει τα εξής:

1.    Ο Πρόεδρος της Βουλής και κάθε Βουλευτής ή μέλος της Κυβέρνησης μπορεί να ζητήσει στο στάδιο της κατ΄αρχήν συζήτησης, να αποφανθεί η Βουλή αναφορικά με συγκεκριμένες αντιρρήσεις που προβάλλει για την αντισυνταγματικότητα του νομοσχεδίου ή πρότασης νόμου, όπως διαμορφώθηκε από την αρμόδια επιτροπή και εισάγεται στην Ολομέλεια ή στο Τμήμα Διακοπής Εργασιών της Βουλής. Μέχρι την έναρξη της ψηφοφορίας, Ο Πρόεδρος της Βουλής και κάθε Βουλευτής ή μέλος της Κυβέρνησης μπορεί να ζητήσει να αποφανθεί η Βουλή αναφορικά με συγκεκριμένες αντιρρήσεις που προβάλλει ως προς την συνταγματικότητα τροπολογίας, που κατατέθηκε στην Ολομέλεια ή στο Τμήμα Διακοπής Εργασιών της Βουλής. Σε περίπτωση ενιαίας συζήτησης επί της αρχής, επί των άρθρων και επί του συνόλου, αντίρρηση, που προβάλλεται ή αντιρρήσεις, που προβάλλονται από περισσότερους ως προς την συνταγματικότητα νομοσχεδίου ή πρότασης νόμου ή τροπολογίας συζητείται ή συζητούνται μέχρι την έναρξη της ψηφοφορίας.

2.    Ο Πρόεδρος της Βουλής ορίζει την έναρξη της συζήτησης της πρότασης ή των προτάσεων της προηγούμενης παραγράφου, στην οποία μετέχουν ένας από αυτούς, που την διατύπωσαν ή τις διατύπωσαν, ένας από τους αντιλέγοντες, Οι Πρόεδροι των Κοινοβουλευτικών Ομάδων και οι αρμόδιοι Υπουργοί, καθένα για πέντε (5) λεπτά της ώρας. Η σχετική απόφαση λαμβάνεται αποκλειστικά με ανάταση ή έγερση.

 

Με βάση τα όσα προαναφέρονται όργανα προληπτικού ελέγχου της αντισυνταγματικότητας είναι ο Πρόεδρος της Βουλής, οι Βουλευτές και κάθε μέλος της Κυβέρνησης. Ο εν λόγω προληπτικός έλεγχος, αποτελεί δικαίωμα της Βουλής, που βασίζεται στα άρθρα 1 παρ.3 του Συντάγματος, σύμφωνα με τα οποία: «Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα» και 120 παρ.2  σύμφωνα με το οποίο:  «O σεβασμός στο Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό και η αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων» .

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Συνεπώς στην φάση, κατά την οποία το σχέδιο νόμου «Εκλογή Δημοτικών και Περιφερειακών Αρχών» έλθει προς συζήτηση ενώπιον της Βουλής και πριν από την ψήφισή του, μπορεί, από τα όργανα τα οποία προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 100 του Κανονισμού της Βουλής να προβληθούν αντιρρήσεις ως την συνταγματικότητα των διατάξεων, τις οποίες στην αρχή του κειμένου αναφέρουμε (ένσταση  αντισυνταγματικότητας).

 

Κοινότητα Ερυθρών Δήμου Μάνδρας Ειδυλλίας 11η Μαΐου 2021

Παναγιώτης Απ. Κουτσουλέλος

Πρόεδρος της Επιτροπής Διοικητικής Υποστήριξης της Κοινότητας Ερυθρών



[1] Βαρβάρα Μπουκουβάλα Πρωτοδίκης Δ.Δ. – Δ.Ν. Ηttps://www.syntagmawatch.gr/my-constitution/poios-elegxei-ti-syntagmatikotita-ton-nomon-kai-me-poio-tropo/

Τετάρτη 5 Μαΐου 2021

ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΜΙΚΡΗΣ ΚΛΙΜΑΚΑΣ


 

Ανεξάρτητα και πέρα από τις αρμοδιότητες, που έχουν ανατεθεί από τον νόμο και οι οποίες προσδιορίζουν την θεσμική τους αποστολή, οι Κοινότητες συνιστούν πρωταρχικά πόλους συσπείρωσης και συμμετοχής των πολιτών, που λειτουργούν στην κατεύθυνση της κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης των τόπων αναφοράς τους. Ως εκ τούτου ζητήματα, που αφορούν την τοπική απασχόληση, την προστασία του περιβάλλοντος, την προώθηση πολιτιστικών δράσεων και την παροχή κοινωνικής φροντίδας, θα πρέπει να βρίσκονται στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων των Κοινοτήτων.

 

Όμως με ποιο τρόπο και σε ποια κατεύθυνση μπορούν να παρεμβαίνουν οι Κοινότητες προκειμένου να δημιουργούν αντικειμενικές συνθήκες βιώσιμης κοινωνικής ανάπτυξης των χωριών και των γειτονιών στις πόλεις; Υπάρχουν διαθέσιμα τα κατάλληλα θεσμικά εργαλεία προς τούτο;

 

Μία πειστική απάντηση στα ερωτήματα αυτά, μπορεί να αντληθεί από την  μορφή και το περιεχόμενο της λειτουργίας της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 2 παρ.21 του Ν.4430/2016 «Ως Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία ορίζεται το σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων που στηρίζονται σε μία εναλλακτική μορφή οργάνωσης των σχέσεων παραγωγής, διανομής, κατανάλωσης και επανεπένδυσης, βασισμένη στις αρχές της δημοκρατίας, της ισότητας, της αλληλεγγύης, της συνεργασίας, καθώς και του σεβασμού στον άνθρωπο και το περιβάλλον». Με βάση τον ορισμό αυτόν η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία, διαφοροποιείται, τόσο από τον κρατικό τομέα της οικονομίας, όσο και από τον ιδιωτικό, δεδομένου ότι στοχεύει όχι στην εκπλήρωση δημόσιου σκοπού με την στενή έννοια ή στην επίτευξη κέρδους, λαμβανομένων υπόψη ότι η μεν επιχειρηματική λειτουργία των φορέων, συνίσταται στην επανεπένδυση των κερδών για την δημιουργία θέσεων απασχόλησης, ο δε σκοποί τους αποβλέπουν στην ικανοποίηση συλλογικής ή κοινωνικής ωφέλειας. Ως συλλογική ωφέλεια ορίζεται η από κοινού εξυπηρέτηση των αναγκών των μελών του φορέα  Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας, δηλαδή της κοινωνικής επιχείρησης, μέσα από τη διαμόρφωση ισότιμων σχέσεων παραγωγής, τη δημιουργία θέσεων σταθερής και αξιοπρεπούς εργασίας, την συμφιλίωση προσωπικής, οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής (άρθρο 2 παρ. 2 του Ν. 4330/2016). Ως κοινωνική ωφέλεια  ορίζεται η εξυπηρέτηση κοινωνικών αναγκών τοπικού ή ευρύτερου χαρακτήρα με την αξιοποίηση της κοινωνικής καινοτομίας, μέσα από δραστηριότητες βιώσιμης ανάπτυξης ή παροχής κοινωνικών υπηρεσιών γενικού συμφέροντος ή κοινωνικής ένταξης (άρθρο 2 παρ.3 του Ν. 4330/2016).

 

Φορείς της Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας είναι: α. Οι Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις (Κοιν.ΣΕΠ.), β. οι Κοινωνικοί Συνεταιρισμοί Περιορισμένης Ευθύνης (Κοι.Σ.Π.Ε.), γ. οι Συνεταιρισμοί Εργαζομένων και δ. Αστικές Εταιρίες υπό προυποθέσεις (άρθρο 3 του Ν. 4330/2016).

 

Οι φορείς της Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας εκπληρώνουν τους σκοπούς της οικονομίας αυτής, λαμβανομένου περαιτέρω υπόψη ότι κατά κανόνα δραστηριοποιούνται σε τομείς όπου, το μεν δημόσιο δεν θεωρεί εν γένει συμφέρουσα την οικονομική του παρέμβαση, το δε ιδιωτικό κεφάλαιο  δεν επενδύει λόγω προφανούς έλλειψης προοπτικής κερδοφορίας. Η προστασία του φυσικού και ιστορικού  περιβάλλοντος, ο πολιτισμός και η παροχή κοινωνικής φροντίδας, αποτελούν τους πλέον χαρακτηριστικούς από τους τομείς αυτούς.

 

Η φύση και η δράση των φορέων Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας, δεν είναι γεωγραφικά εκτεταμένη. Αντιθέτως η δράση αυτή μπορεί να εκταθεί στις  τοπικές κοινότητες  όπου διαχέεται η παραγόμενη κοινωνική ωφέλεια. Η συμβολή τους στην προκειμένη περίπτωση στην τοπική ανάπτυξη δεν είναι απλώς καθοριστική αλλά, ιδίως σήμερα, στις συνθήκες της κοινωνικής φτώχιας και της ανεργίας, είναι κομβική διότι η κοινωνική οικονομία προσφέρει λύσεις απασχόλησης και παραγωγής κοινωνικής ωφέλειας. Η σημασία της μάλιστα αναδεικνύεται εντονότερη στις συνθήκες που προκάλεσε η πανδημία του COVID 19 όταν οι δομές κοινωνικής  φροντίδας και αλληλεγγύης χρειάζονται ενίσχυση με θέσεις εργασίας.[1]

 

Εν ολίγοις η σημασία της Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας είναι καθοριστική για την οικονομία μικρής κλίμακας σε επίπεδο χωριού ή γειτονιάς στις πόλεις.

 

Καθίσταται συνεπώς ωφέλιμο οι κοινότητες να αναλάβουν κατ΄αρχάς πρωτοβουλίες για την προβολή και την προώθηση της Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας στους τόπους τους, ενθαρρύνοντας και αξιοποιώντας την συμμετοχή των πολιτών για την δημιουργία κοινωνικών επιχειρηματικών  δράσεων για την προστασία του φυσικού και ιστορικού περιβάλλοντος, την προώθηση του πολιτισμού και την ανάπτυξη δομών κοινωνικής πρόνοιας, με την δημιουργία θέσεων εργασίας και με σκοπό την επίτευξη της μέγιστης δυνατής συλλογικής και κυρίως κοινωνικής ωφέλειας.

 

Το ποσοτικό και ποιοτικό μέγεθος της ωφέλειας αυτής άμεσα προκύπτει αν σκεφτούμε λ.χ. πόσο κοινωνικά χρήσιμο θα ήταν, να αναληφθούν δράσεις για την προστασία των δασών (δασοπροστασία), να προβάλλονται τα ιδιαίτερα φυσικά ή ιστορικά στοιχεία ενός τόπου (περιήγηση) ή να φροντίζονται άτομα, που ανήκουν στις  ευπαθείς κοινωνικές ομάδες (παροχή φροντίδας).

 

Κοινότητα Ερυθρών του Δήμου Μάνδρας Ειδυλλίας 06.05.2021

Παναγιώτης Απ. Κουτσουλέλος

Πρόεδρος της Επιτροπής Διοικητικής Υποστήριξης της Κοινότητας Ερυθρών

 

 



[1] «Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία» Δημήτρη Ι. Κατσούλη, http://tetradioaftodioikisis.blogspot.com/2020/07/blog-post.html#more 

ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ: 10 Ερωτήματα αναζητούν απαντήσεις

  Και ενώ βαίνουμε ολοταχώς προς τις δημοτικές εκλογές του Οκτωβρίου και οι υποψήφιοι δήμαρχοι με τις παρατάξεις, που έχουν συγκροτήσει έχου...